- οφφικιάλιος
- οφφικιάλιος οобладатель церковной награды за внесение большого вклада в развитие Церкви
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
οφ(φ)ικιάλιος — και οφ(φ)ικιάλης και οφ(φ)ικιούχος, ο (AM ὀφφικιάλιος, Α και ὀφικιάλιος) (ιδίως στους Βυζαντινούς) εκκλησιαστικός, πολιτικός ή στρατιωτικός αξιωματούχος που ασκούσε υψηλό λειτούργημα νεοελλ. (γενικά) τιτλούχος, αξιωματούχος, επίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek